- ἀρωματικά
- ἀρωματικόςaromaticneut nom/voc/acc plἀρωματικά̱ , ἀρωματικόςaromaticfem nom/voc/acc dualἀρωματικά̱ , ἀρωματικόςaromaticfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρωματικάς — ἀρωματικά̱ς , ἀρωματικός aromatic fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek
χαμομήλι — (ματρικάρια το χαμαίμηλο). Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζιτών (δικοτυλήδονα), κοινότατο είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν… … Dictionary of Greek
αβεναρία — (habenaria).Μονοετή ή πολυετή ποώδη φυτά της οικογένειας των ορχεοειδών (οrchidaceae).Είναι ιθαγενή των τροπικών και εύκρατων περιοχών. Στη Βόρεια Αμερική και σε βαλτώδη όξινα εδάφη υπάρχουν μερικά εντυπωσιακά στην εμφάνιση είδη, ενώ στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
αζάρα — (azara). Ονομασία γένους αειφύλλων θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των φλακουρτιιδών, ιθαγενών της Νότιας Αμερικής. Έχουν φύλλα ακέραια, λειόχειλα ή οδοντωτά και άνθη μικρά και πολύ αρωματικά. Καλλιεργούνται για το ωραίο τους φύλλωμα και… … Dictionary of Greek
μπαχαρικά — Γενικός όρος, με τον οποίο αναφέρονται διάφορα αρωματικά μαγειρικά αρτύματα, όπως η κανέλα, το πιπέρι, η ζιγκίβερη, η ζαφορά, το μοσχοκάρυδο, το γαρίφαλο κ.ά. Πρόκειται για διάφορα μέρη φυτών: φλοιοί, ριζώματα, ρίζες, σπόροι, καρποί, οφθαλμοί,… … Dictionary of Greek